αμετάδοτος

αμετάδοτος
-η, -ο (AM ἀμετάδοτος, -ον)
αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί
νεοελλ.
(ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός
μσν.
1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος
2. αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, αμετάλαβος
αρχ.
1. αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, ακοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μεταδίδωμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀμεταδοσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάδοτος — not imparting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάδοτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μεταδόθηκε: Η γρίπη αυτή είναι ακόμη αμετάδοτη στη χώρα μας. 2. αυτός που δεν μπορεί να μεταδοθεί: Ο καρκίνος είναι αρρώστια αμετάδοτη. 3. αυτός που δεν κοινώνησε: Είμαι κάμποσα χρόνια αμετάδοτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταδότως — ἀμετάδοτος not imparting adverbial ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάδοτον — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc sg ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταδότους — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταδότων — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταδότῳ — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάδοτα — ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάδοτοι — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαβίβαστος — η, ο (Α ἀδιαβίβαστος, ον) [διαβιβάζω] νεοελλ. αυτός που δεν διαβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαβιβαστεί, ο αμετάδοτος αρχ. (ως γραμμ. όρος) αμετάβατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”