- αμετάδοτος
- -η, -ο (AM ἀμετάδοτος, -ον)αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθείνεοελλ.(ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικόςμσν.1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος2. αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, αμετάλαβοςαρχ.1. αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, φιλάργυρος, τσιγγούνης2. αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, ακοινώνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταδίδωμι.ΠΑΡ. μσν. ἀμεταδοσία].
Dictionary of Greek. 2013.